- θοινατικός
- θοινατικός, -ή, -όν (Α) [θοινώ]αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θοινητικά — θοινατικός of neut nom/voc/acc pl θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc/acc dual θοινητικά̱ , θοινατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)